θυλακοτρώξ — θυλακοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που κατατρώγει θυλάκους, σακούλια 2. (κατά τον Ησύχ.) «μῡς οἱ δὲ ἀκρίς» ο ποντικός, κατ άλλους η ακρίδα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θύλακος + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, φυλλο τρώξ] … Dictionary of Greek
κυαμοτρώξ — κυαμοτρώξ, ῶγος, ὁ (Α) 1. αυτός που τρώγει κυάμους 2. αυτός που ψηφίζει όποιον τού δίνει περισσότερα χρήματα («κυαμοτρώξ ὡς τῶν ψηφιζόντων ἀργύριον λαμβανόντων και χειροτονούντων τοὺς δίδοντας τὸ πλέον», Ησύχ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κύαμος + τρώξ (<… … Dictionary of Greek
φιλότρωξ — ωγος, ὁ, ἡ, Α αυτός που τού αρέσει να τρώει πολύ ή συχνά, λιχούδης. [ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο) * + τρωξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
φυλλοτρώξ — ῶγος, ὁ, Α αυτός που τρώει χορταρικά, φυτοφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < φύλλον + τρώξ (< τρώγω), πρβλ. κυαμο τρώξ, σχινο τρώξ] … Dictionary of Greek
τρωξάρτης — ου και επικ. τ. γεν. αο, ὁ, Α (ως χαρακτηρισμός ποντικού) αυτός που ροκανίζει το ψωμί. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + ἄρτος] … Dictionary of Greek
τρωξαλλίδα — η / τρωξαλλίς, ίδος, ΝΑ είδος ακρίδας που, κατά την αρχαία παράδοση, έτρωγε τα λάχανα. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού ρ. τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + υποκορ. κατάλ. αλλίς (πρβλ. πυρ αλλίς)] … Dictionary of Greek
τρώξανον — τὸ, Α 1. σκληρό ή λεπτό τεμάχιο ξύλου μικρού μεγέθους 2. τραύξανον*. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. τρωξ τού τρώγω* (πρβλ. μέλλ. τρώξ ομαι) + επίθημα ανο ν (πρβλ. λείψ ανον, όψ ανον)] … Dictionary of Greek
κατατρωξείω — (Μ) επιθυμώ να κατατρώγω κάτι. [ΕΤΥΜΟΛ. < θ. κατατρωξ τού κατατρώγω (πρβλ. μέλλ. κατα τρώξ ομαι + κατάλ. εφετικών ρημάτων είω (πρβλ. γελασ είω)] … Dictionary of Greek
πρώξ — ωκός, ἡ, Α 1. σταγόνα δροσιάς, δροσοσταλίδα 2. στον πληθ. αἱ πρῶκες οι σταγόνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πρώξ ανάγεται στη συνεσταλμένη βαθμίδα *pr (πρβλ. πρόξ) τής ρίζας *perk «μελανόστικτος, παρδαλός» (για τη σημ. τής ρίζας βλ. λ. περκνός) με φωνηεντισμό … Dictionary of Greek
σχινοτρώκτης — ου και δωρ. τ. σχινοτρώκτας και, κατά το λεξ. Σούδα, σχινοτρώξ, ῶγος, ὁ, Α αυτός που μασά μαστίχα προκειμένου να λευκάνει τα δόντια του. [ΕΤΥΜΟΛ. < σχῖνος + τρώκλης / τρώξ (< τρώγω), πρβλ. πτερνο τρώκτης, φυλλοτρώξ] … Dictionary of Greek